Ο Τιτανικός δεν είναι μόνο η ιστορία του ναυαγίου. Ούτε η ιστορία του πλοίου. Ο μύθος του Τιτανικού προκύπτει από τους ανθρώπους του: τα μέλη του προσωπικού, τους χιλιάδες επιβάτες, τις προσωπικότητες της πρώτης θέσης και τους μετανάστες της τρίτης, πολλοί από τους οποίους ήλπιζαν να ξεκινήσουν μια νέα, καλύτερη ζωή στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ο μάγειρας Τσαρλς Τζάφιν που με τις τεράστιες ποσότητες αλκοόλ που κατανάλωσε κατάφερε να κρατηθεί ζεστός –και ζωντανός- παρά το κρύο, η Άιντα Στράους, σύζυγος του συνιδιοκτήτη των Macy’s, Ίσιντορ που αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον επί 40 χρόνια σύζυγό της και πέθανε μαζί του, η οικογένεια Άντερσον (γονείς και πέντε παιδιά) που χάθηκε όλη στο ναυάγιο αποτελούν μερικά από τα πρόσωπα της γνωστής τραγωδίας.
Το παζλ του μοιραίου ταξιδιού συνθέτουν τα πρόσωπα που χάθηκαν στα παγωμένα νερά και εκείνα που έζησαν για να διηγηθούν τις σκηνές που εκτυλίχθηκαν εκείνο το βράδυ της 14ης Απριλίου.
Μερικές ιστορίες είναι παράξενες, κάποιες μάλλον απίστευτες, άλλες απλά συγκλονιστικές.
Τα ορφανά του Τιτανικού
Ο Μάικλ και ο Έντμοντ Ναβρατίλ επιβιβάστηκαν στην τελευταία σωστική λέμβο που θα τους οδηγούσε στην ασφάλεια. Ο Μάικλ ήταν μόλις τεσσάρων ετών και ο Έντμοντ δύο, όταν επιβιβάστηκαν στον Τιτανικό μαζί με τον πατέρα τους, ο οποίος είχε εγκαταλείψει κρυφά τη Γαλλία και τη σύζυγό του, αφήνοντας πίσω έναν αποτυχημένο γάμο.
Όταν το παγόβουνο χτύπησε το πλοίο, ο πατέρας των δύο αγοριών –επιβάτης της δεύτερης θέσης- αναζητούσε τρόπο να σωθούν. Αυτό που κατάφερε ήταν να τα δώσει σε κάποιους ξένους, γνωρίζοντας ότι για τον ίδιο δεν υπήρχε σωτηρία.
Ο Μάικλ είπε αργότερα ότι τα τελευταία λόγια του πατέρα του προς εκείνον ήταν: «Παιδί μου, όταν η μητέρα σου έρθει να σας βρει –πράγμα που σίγουρα θα κάνει-, πες της ότι την αγαπούσα πολύ και ακόμα την αγαπώ. Πες της ότι πίστευα ότι θα μας ακολουθούσε, έτσι ώστε να ζήσουμε όλοι μαζί ειρηνικά και ελεύθερα στον Νέο Κόσμο».
Δεν θυμόταν τις σκηνές πανικού που επικράτησαν, αλλά την πολυτέλεια του πλοίου. «Θυμάμαι να κοιτάζω το μήκος του σκάφους. Το πλοίο φαινόταν υπέροχο. Ο αδελφός μου κι εγώ παίζαμε στο μπροστινό κατάστρωμα και ήμασταν ενθουσιασμένοι που βρισκόμασταν εκεί. Ένα πρωί ο πατέρας μου, ο αδελφός μου και εγώ τρώγαμε αυγά στην τραπεζαρία της δεύτερης θέσης. Η θάλασσα ήταν υπέροχη. Το αίσθημα που είχα ήταν αυτό της ολοκληρωτικής και απόλυτης ευτυχίας. Δεν θυμάμαι να φοβάμαι, θυμάμαι την ευχαρίστηση του να μπαίνω κατευθείαν στην σωστική λέμβο. Κάτσαμε δίπλα στην κόρη ενός Αμερικανού τραπεζίτη που κατάφερε να σώσει το σκυλάκι της. Κανείς δεν έφερε αντίρρηση» είχε πει κάποτε ο Μάικλ.
Τα παιδιά ήταν τα μόνα που κατάφεραν να σωθούν χωρίς τη συνοδεία κάποιου γονιού ή προστάτη. Ήταν ανάμεσα στους 700 επιβάτες που περισυνελέγησαν από το πλοίο Carpathia. Τα δυο αγόρια έγιναν γνωστά ως «Τα ορφανά του Τιτανικού» ή ως «Λούις και Λόλα».
Τα δύο αγόρια δεν μιλούσαν Αγγλικά και δεν μπορούσαν να εξηγήσουν ποιοι ήταν οι γονείς τους. Την φροντίδα τους ανέλαβε προσωρινά μια επιβάτιδα του Τιτανικού που μιλούσε γαλλικά.
Τα δυο αδέλφια αναγνωρίστηκαν τελικά από τη μητέρα τους, Μαρσέλ, η οποία διάβασε ένα άρθρο σε γαλλικές εφημερίδες για την κατάσταση τους. Η Μαρσέλ ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη για να συναντήσει τα παιδιά της στις 16 Μαΐου 1912 –έναν μήνα και μία ημέρα μετά το ναυάγιο.
Μια ιστορία αγάπης
Ο Ρόμπερτ Ντάνιελ και η Λούσιεν Σμιθ γνωρίστηκαν στο Carpathia. Εκείνη είχε μόλις χάσει τον σύζυγό της στην καταστροφή. Εκείνος δεν μπορούσε να ξεχάσει ούτε μια στιγμή από το ναυάγιο. Η τραγωδία τούς ένωσε και παντρεύτηκαν στη Νέα Υόρκη το 1914.
«Μέχρι τα τελευταία πέντε λεπτά δεν είχε έρθει η φοβερή συνειδητοποίηση ότι το τέλος ήταν κοντά. Τα φώτα χαμήλωσαν και στη συνέχεια έσβησαν, αλλά μπορούσαμε να δούμε» είχε πει ο Ρόμπερτ Ντάνιελ.
«Σιγά-σιγά, πολύ αργά, η επιφάνεια του νερού φαινόταν να έρχεται προς το μέρος μας. Γινόταν τόσο αργά, ώστε ακόμα και όταν προσάρμοσα το σωσίβιο στο σώμα μου, η βύθιση φαίνονταν σαν όνειρο». Ωστόσο, η πραγματικότητα ήταν σκληρή: «Το ένα κατάστρωμα μετά το άλλο βυθιζόταν».
«Ήμουν σε ένα από τα πάνω καταστρώματα όταν πήδηξα. Γύρω μου, στο νερό, ήταν και άλλοι. Το μπουρνούζι που φορούσα έφυγε και έκανε παγωνιά. Γύρισα το κεφάλι μου, και στην πρώτη ματιά είδα ανθρώπους να συγκεντρώνονται σαν σμήνη στο κατάστρωμα του Τιτανικού. Εκατοντάδες στέκονταν εκεί ανήμποροι να αποκρούσουν τον επικείμενο θάνατο. Είδα τον καπετάνιο Σμιθ στη γέφυρα. Τα μάτια μου ήταν προσκολλημένα σε αυτόν. Η γέφυρα από την οποία είχα πηδήξει ήταν βυθισμένη στο νερό. Το νερό είχε ανέβει αργά, και τώρα ήταν στο πάτωμα της γέφυρας. Εκείνη τη στιγμή έφτανε ως τη μέση του καπετάνιου Σμιθ. Δεν τον ξαναείδα. Πέθανε ήρωας» είχε πει ο Ρόμπερτ Ντάνιελ.
«Τα τόξα του πλοίου ήταν πολύ κάτω από την επιφάνεια, και σε μένα ήταν πλέον ορατά μόνο τα τέσσερα τερατώδη φουγάρα και τα δύο κατάρτια. Όλα τελείωσαν σε μια στιγμή. Η πρύμνη του Τιτανικού βγήκε εντελώς έξω από το νερό και σηκώθηκε 30, 40, 60 πόδια στον αέρα. Στη συνέχεια, με το σώμα του λοξό σε γωνία 45 μοιρών, ο Τιτανικός χάθηκε σιγά-σιγά από τα μάτια μας».
Ο Ρόμπερτ Ντάνιελ πέθανε τον Δεκέμβριο του 1940 σε ηλικία 56 ετών. Η σύζυγός του είχε πεθάνει λίγους μήνες νωρίτερα.
Η «κατάρα» του Τιτανικού
Η Μπερθ Λερόι ταξίδεψε ως σύντροφος ταξιδιού της Μαχάλα Ντάγκλας, η οποία μαζί με τον μεγαλοβιομήχανο σύζυγο της (συνιδρυτή της εταιρείας Quaker) ταξίδεψε με τον Τιτανικό. Στο λιμάνι του Χερβούργου, όπου περίμεναν για να επιβιβαστούν συνέβη κάτι παράξενο. Σύμφωνα με την Μαχάλα Ντάγκλας, ένας άνδρας που μιλούσε σπαστά αγγλικά της είπε ότι ο Τιτανικός ήταν καταραμένος, ότι έπρεπε να αποβιβαστεί στην Ιρλανδία. Εκείνη δεν ένιωσε καλά και έστειλε την Μπερθ Λερόι να βρει τον άνδρα της, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Όταν διηγήθηκε το περιστατικό στον σύζυγο της, εκείνος γέλασε και της είπε ότι το πλοίο είναι αβύθιστο.
Την ώρα που το πλοίο χτύπησε το παγόβουνο, η Μπερθ μισοκοιμόταν στην καμπίνα της και νόμισε ότι επρόκειτο για καταιγίδα. Αρχικά δεν ανησύχησε και δεν απάντησε στις εκκλήσεις να βγει στο κατάστρωμα. Ο καμαρωτός της χτυπούσε επίμονα την πόρτα, αλλά εκείνη πίστεψε ότι ήταν φάρσα από κάποιον νεαρό που νόμιζε ότι την φλέρταρε και δεν απάντησε.
Όταν διαπίστωσε κλίση του πλοίου, κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε. Σηκώθηκε, φόρεσε ένα σωσίβιο που βρήκε σε μια ντουλάπα. Η Μπερθ είχε πει ότι θυμόταν τους διαδρόμους σχεδόν άδειους. Τα φώτα ήταν σβηστά και εκείνη δυσκολεύτηκε να ανέβει στο πάνω κατάστρωμα, όπου έψαξε να βρει τους εργοδότες της. Κατάφερε να ανέβει στην προτελευταία σωστική λέμβο που έφυγε από τον Τιτανικό και μέσα στην ταραχή δεν είδε ότι η Μ.Ντάγκλας βρισκόταν στην ίδια βάρκα. Ο σύζυγός της δεύτερης έχασε τη ζωή του στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού.
«Οι κραυγές σώπασαν...»
Μια καινούρια ζωή στον Καναδά μαζί με την οικογένεια του επιθυμούσε να ξεκινήσει ο χτίστης Μπέντζαμιν Χαρτ. Αρχικά η οικογένεια Χαρτ επρόκειτο να ταξιδέψει με το Philadelphia, αλλά εξαιτίας μιας απεργίας στους ανθρακωρύχους, ταξίδεψε με τον Τιτανικό. Όταν το πλοίο χτύπησε στο παγόβουνο, ο Μπ.Χαρτ ξύπνησε την επτάχρονη κόρη του, Ίβα, την μετέφερε έξω με μια κουβέρτα και της είπε: «Κράτα το χέρι της μανούλας και να είσαι καλό κορίτσι». Ήταν οι τελευταίες λέξεις που άκουσε από αυτόν.
Οι αναμνήσεις της από το ναυάγιο παρουσιάζουν μια εικόνα ανατριχιαστική: «Ο πανικός φάνηκε να ξεκινά όταν οι σωστικές λέμβους είχαν ήδη φύγει. Μπορούσαμε να τον ακούσουμε. Ήμασταν στις βάρκες και απομακρυνόμασταν και μπορούσαμε να ακούσουμε τον πανικό, τον κόσμο να τρέχει πάνω στο κατάστρωμα και να φωνάζει και να ψάχνει για σωστικές λέμβους. Ήμουν τρομοκρατημένη! Είναι σχεδόν αδύνατο να χρησιμοποιήσω κάποια άλλη λέξη γι’αυτό. Ήταν απαίσιο. Η πλώρη βυθίστηκε πρώτη και η πρύμνη στάθηκε όρθια πάνω από τον ωκεανό [...] Μπορούσες να ακούσεις τον κόσμο να ουρλιάζει και να χτυπιέται στο νερό και τελικά αυτός ο απαίσιος ήχος του κόσμου που ούρλιαζε και χτυπιόταν και πνιγόταν σταμάτησε. Θυμάμαι ότι είπα στη μητέρα μου πόσο απαίσιος ήταν αυτός ο θόρυβος και μου είπε κάτι που θα θυμάμαι για πάντα: “Ναι, αλλά να θυμάσαι τη σιωπή που ακολούθησε”. Γιατί ξαφνικά δεν ήταν εκεί. Το πλοίο δεν ήταν εκεί, τα φώτα δεν ήταν εκεί, οι κραυγές δεν ήταν εκεί».
Μετά το ναυάγιο, η Ίβα είχε εφιάλτες για χρόνια. Αποφάσισε να βγει πάλι στη θάλασσα και να κλειστεί σε μια καμπίνα για τέσσερις μέρες, προκειμένου να τους αντιμετωπίσει.
Είχε ταχθεί κατά της ανάσυρσης αντικειμένων από το ναυάγιο του Τιτανικού, λέγοντας ότι αποτελεί τόπο ταφής. Κάποτε είχε δηλώσει: «Εάν ένα πλοίο δεχτεί τορπίλη, τότε μιλάμε για πόλεμο. Εάν πέσει σε μια ξέρα στη διάρκεια μιας καταιγίδας, τότε μιλάμε για τη φύση. Αλλά να πεθάνει κανείς επειδή δεν υπάρχουν αρκετές σωστικές λέμβοι, αυτό είναι απλά γελοίο».
Πέθανε στις 15 Φεβρουαρίου του 1996.
Ρόσα Άμποτ, Η Γυναίκα της Θλίψης
Η Ρόσα Άμποτ επιβιβάστηκε στον Τιτανικό με τους δύο γιους της, τον 16χρονο Ρόσμορ Έντουαρντ και τον 14χρονο Γιουτζίν. Η οικογένεια ζούσε στην Αγγλία κάποιο διάστημα, αλλά τα αγόρια νοσταλγούσαν την Αμερική και έπεισαν τη μητέρα τους να γυρίσουν πίσω. Ταξίδευαν στην τρίτη θέση, όταν η Ρόσα ξύπνησε από τον ήχο της πρόσκρουσης στο παγόβουνο. Η Ρόσα έστειλε τον μικρό της γιο να δει τι συμβαίνει. Εκείνος της περιέγραψε εικόνες επιβατών που φορούσαν τα σωσίβιά τους και η Ρόσα πήρε γρήγορα τους γιους της και ανέβηκαν στο κατάστρωμα, ψάχνοντας για θέση σε μια σωστική λέμβο.
Η Ρόσα περίμενε στην ουρά μαζί με άλλες γυναίκες, την ώρα που κάποιοι άνδρες επιβιβάζονταν σε σωστικές λέμβους. Τα αγόρια της θεωρήθηκαν, όμως, άνδρες και έτσι δεν τους επιτράπηκε να επιβιβαστούν σε κάποια βάρκα. Η μητέρα τους αποφάσισε να μείνει μαζί τους.
Καθώς ο Τιτανικός έκανε την τελευταία του βουτιά στη θάλασσα, η Ρόσα Άμποτ και οι δύο γιοι της πήδηξαν στα παγωμένα νερά. Εκείνη κατάφερε να βγει στην επιφάνεια, όχι όμως και τα αγόρια της. Όταν βυθίστηκε για δεύτερη φορά κάτω από το νερό, την πέταξε στην επιφάνεια μια έκρηξη ενός λέβητα, προκαλώντας εγκαύματα στους μηρούς της.
Κατάφερε να φτάσει σε μία σωστική λέμβο, όπου παρακάλεσε τους επιβαίνοντες να την τραβήξουν πάνω. Αρκετά χρόνια αργότερα περιέγραψε την εμπειρία της: «Σύντομα η βάρκα έγειρε και όλοι πέσαμε στο νερό. Πολλοί κατάφεραν να ανέβουν πάλι πάνω και άλλοι όχι. Εγώ κατάφερα κάπως να ανέβω, αλλά δεν ξέρω πως. Εάν δεν ήταν ο αξιωματικός Λόου, θα είχα πνιγεί».
Η Ρόσα Άμποτ έμεινε για πολύ ώρα στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού, είδε τα αγαπημένα της πρόσωπα να πεθαίνουν και έγινε γνωστή ως «η θλιμμένη κυρία του Τιτανικού». Η τρομερή θέλησή της για ζωή ήταν αυτή που την κράτησε ζωντανή, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Ήταν η μοναδική γυναίκα που μάζεψε από τη θάλασσα μια σωστική λέμβος.
«Η πιο κρύα, σκοτεινή ώρα»
Η Ελίζαμπεθ Σουτς ήταν νταντά της 19χρονης Μάργκαρετ Γκράχαμ. Έχει διηγηθεί τις πρώτες στιγμές μετά το ναυάγιο:
«Δεν υπήρχε σύγχυση, δεν υπήρχαν κανενός είδους θόρυβοι, θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι δεν υπήρχε κανένας επικείμενος κίνδυνος. Η καμαριέρα μας ήρθε και είπε ότι δεν μπορούσε να μάθει τίποτα. Κοιτάζοντας στον διάδρομο είδα κεφάλια να και να κάνουν ερωτήσεις πίσω από μισόκλειστες πόρτες.
» Δεν υπήρχε πια το γέλιο του πλήθους, αλλά σε κάθε πλευρά της σκάλας έστεκαν ήσυχα, γενναία οι καμαρωτοί, όλοι εξοπλισμένοι με λευκά, σαν φαντάσματα, σωσίβια. [...] (Βλέπαμε) μόνο χλωμά πρόσωπα. Τόσο ανατριχιαστική σκηνή. Περάσαμε. (Θυμάμαι) τα απαίσια αντίο. Το ήσυχο βλέμμα ελπίδας στα μάτια των γενναίων ανδρών, καθώς έβαζαν τις γυναίκες τους σε σωστικές λέμβους.
Δίπλα μου στη σωστική λέμβο βρίσκονταν μια μητέρα και μια κόρη. Η μητέρα είχε αφήσει τον σύζυγό της στον Τιτανικό και η κόρη τον πατέρα και τον σύζυγό της. Καθώς βρισκόμασταν δίπλα στις άλλες σωστικές λέμβους, οι δύο αυτές τραγικές γυναίκες φώναζαν ένα όνομα και ρωτούσαν: «Είσαι εκεί;» «Όχι» ερχόταν η απαίσια απάντηση, αλλά οι γυναίκες δεν έχαναν το κουράγιο τους, ξεχνούσαν τη θλίψη τους, μου έλεγαν να κάτσω κοντά τους για να ζεσταθώ. Τα σωσίβια μάς βοηθούσαν να κρατηθούμε ζεστοί, αλλά η νύχτα ήταν πολύ κρύα και γινόταν όλο και πιο παγωμένη και ακριβώς πριν χαράξει, την πιο κρύα, σκοτεινή ώρα από όλες, καμία ελπίδα δεν φαινόταν πιθανή.
Η γυναίκα με το γουρούνι-μουσικό κουτί
Η Έντιθ Ράσελ ήταν γνωστή ανταποκρίτρια μόδας. Όταν έφυγε από την καμπίνα της για να πάει στο κατάστρωμα κατάφερε να πάρει μαζί της το τυχερό της φυλαχτό: ένα κουρδιστό γουρούνι που έπαιζε το διάσημο σκοπό La Maxixe. Νομίζοντας ότι πρόκειται για μωρό (καθώς το είχε τυλίξει με μια κουβέρτα) της επέτρεψαν να το πάρει στη σωστική λέμβο. Όταν η ώρα πέρασε και τα παιδιά που βρίσκονταν στη σωστική λέμβο έμοιαζαν να φοβούνται όλο και περισσότερο, η Έντιθ Ράσελ έβγαλε το γουρουνάκι και διασκέδασε τους φόβους των παιδιών με αυτό για όλο το βράδυ.
Η ίδια είχε δηλώσει σε δημοσιογράφους: «Έχω έφεση στα ατυχήματα. Μου έχουν τύχει όλες οι καταστροφές εκτός από το βουβωνικό οίδημα και τον γάμο».
Η άτυχη νοσοκόμα
Η Βάιολετ Κόνστανς Τζέσοπ υπήρξε καμαριέρα και νοσοκόμα στα δύο «αδελφά» πλοία τη στιγμή του ναυαγίου τους. Στον Τιτανικό το 1912 και στον Βρετανικό το 1916.
Μάλιστα, επέβαινε και στο πλοίο Olympic, όταν αυτό παραλίγο να βυθιστεί το 1911, μετά από σύγκρουση με το ναυτικό σκάφος HMS Hawke. Τη νύχτα της 14ης Απριλίου, μετά τη σύγκρουση του Τιτανικού με το παγόβουνο, της ζητήθηκε να ανέβει στο κατάστρωμα και να επιβλέπει την επιβίβαση στις σωστικές λέμβους. Τελικά επιβιβάστηκε και εκείνη σε μία σωστική λέμβος. Η ίδια η Βάιολετ δηλώνει ότι κάποιος της έδωσε ένα παιδί να κρατά, καθώς η βάρκα κατέβαινε στο νερό.
Σύμφωνα με την ίδια, όταν τελικά έφτασε στο Καρπάθια, μια γυναίκα έτρεξε και άρπαξε το μωρό, χωρίς να πει τίποτα. Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Βάιολετ εργάστηκε ως νοσοκόμα για τον βρετανικό Ερυθρό Σταυρό. Το 1916 βρέθηκε πάνω στον Βρετανικό, όταν το πλοίο επλήγη από νάρκη και βυθίστηκε στο Αιγαίο. Την ώρα που το πλοίο βυθιζόταν, πήδηξε έξω από τη σωστική λέμβο στην οποία βρισκόταν για να μην την ρουφήξει μια από τις προπέλες του πλοίου. Η ορμή του νερού την τράβηξε στο βυθό και χτύπησε το κεφάλι της στην καρίνα του πλοίου, πριν τη σώσει μια άλλη λέμβος. Η ίδια λέει ότι το αντικείμενο που έσπευσε να πάρει μαζί της πριν εγκαταλείψει τον Βρετανικό ήταν η οδοντόβουρτσα της, καθώς αυτό είναι που της «έλειψε περισσότερο» μετά το ναυάγιο του Τιτανικού. Πέθανε το 1971.
http://reviews.in.gr/world/titanic/article/?aid=1231190751
Ο μάγειρας Τσαρλς Τζάφιν που με τις τεράστιες ποσότητες αλκοόλ που κατανάλωσε κατάφερε να κρατηθεί ζεστός –και ζωντανός- παρά το κρύο, η Άιντα Στράους, σύζυγος του συνιδιοκτήτη των Macy’s, Ίσιντορ που αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον επί 40 χρόνια σύζυγό της και πέθανε μαζί του, η οικογένεια Άντερσον (γονείς και πέντε παιδιά) που χάθηκε όλη στο ναυάγιο αποτελούν μερικά από τα πρόσωπα της γνωστής τραγωδίας.
Το παζλ του μοιραίου ταξιδιού συνθέτουν τα πρόσωπα που χάθηκαν στα παγωμένα νερά και εκείνα που έζησαν για να διηγηθούν τις σκηνές που εκτυλίχθηκαν εκείνο το βράδυ της 14ης Απριλίου.
Μερικές ιστορίες είναι παράξενες, κάποιες μάλλον απίστευτες, άλλες απλά συγκλονιστικές.
Τα ορφανά του Τιτανικού
Ο Μάικλ και ο Έντμοντ Ναβρατίλ επιβιβάστηκαν στην τελευταία σωστική λέμβο που θα τους οδηγούσε στην ασφάλεια. Ο Μάικλ ήταν μόλις τεσσάρων ετών και ο Έντμοντ δύο, όταν επιβιβάστηκαν στον Τιτανικό μαζί με τον πατέρα τους, ο οποίος είχε εγκαταλείψει κρυφά τη Γαλλία και τη σύζυγό του, αφήνοντας πίσω έναν αποτυχημένο γάμο.
Όταν το παγόβουνο χτύπησε το πλοίο, ο πατέρας των δύο αγοριών –επιβάτης της δεύτερης θέσης- αναζητούσε τρόπο να σωθούν. Αυτό που κατάφερε ήταν να τα δώσει σε κάποιους ξένους, γνωρίζοντας ότι για τον ίδιο δεν υπήρχε σωτηρία.
Ο Μάικλ είπε αργότερα ότι τα τελευταία λόγια του πατέρα του προς εκείνον ήταν: «Παιδί μου, όταν η μητέρα σου έρθει να σας βρει –πράγμα που σίγουρα θα κάνει-, πες της ότι την αγαπούσα πολύ και ακόμα την αγαπώ. Πες της ότι πίστευα ότι θα μας ακολουθούσε, έτσι ώστε να ζήσουμε όλοι μαζί ειρηνικά και ελεύθερα στον Νέο Κόσμο».
Δεν θυμόταν τις σκηνές πανικού που επικράτησαν, αλλά την πολυτέλεια του πλοίου. «Θυμάμαι να κοιτάζω το μήκος του σκάφους. Το πλοίο φαινόταν υπέροχο. Ο αδελφός μου κι εγώ παίζαμε στο μπροστινό κατάστρωμα και ήμασταν ενθουσιασμένοι που βρισκόμασταν εκεί. Ένα πρωί ο πατέρας μου, ο αδελφός μου και εγώ τρώγαμε αυγά στην τραπεζαρία της δεύτερης θέσης. Η θάλασσα ήταν υπέροχη. Το αίσθημα που είχα ήταν αυτό της ολοκληρωτικής και απόλυτης ευτυχίας. Δεν θυμάμαι να φοβάμαι, θυμάμαι την ευχαρίστηση του να μπαίνω κατευθείαν στην σωστική λέμβο. Κάτσαμε δίπλα στην κόρη ενός Αμερικανού τραπεζίτη που κατάφερε να σώσει το σκυλάκι της. Κανείς δεν έφερε αντίρρηση» είχε πει κάποτε ο Μάικλ.
Τα παιδιά ήταν τα μόνα που κατάφεραν να σωθούν χωρίς τη συνοδεία κάποιου γονιού ή προστάτη. Ήταν ανάμεσα στους 700 επιβάτες που περισυνελέγησαν από το πλοίο Carpathia. Τα δυο αγόρια έγιναν γνωστά ως «Τα ορφανά του Τιτανικού» ή ως «Λούις και Λόλα».
Τα δύο αγόρια δεν μιλούσαν Αγγλικά και δεν μπορούσαν να εξηγήσουν ποιοι ήταν οι γονείς τους. Την φροντίδα τους ανέλαβε προσωρινά μια επιβάτιδα του Τιτανικού που μιλούσε γαλλικά.
Τα δυο αδέλφια αναγνωρίστηκαν τελικά από τη μητέρα τους, Μαρσέλ, η οποία διάβασε ένα άρθρο σε γαλλικές εφημερίδες για την κατάσταση τους. Η Μαρσέλ ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη για να συναντήσει τα παιδιά της στις 16 Μαΐου 1912 –έναν μήνα και μία ημέρα μετά το ναυάγιο.
Μια ιστορία αγάπης
Ο Ρόμπερτ Ντάνιελ και η Λούσιεν Σμιθ γνωρίστηκαν στο Carpathia. Εκείνη είχε μόλις χάσει τον σύζυγό της στην καταστροφή. Εκείνος δεν μπορούσε να ξεχάσει ούτε μια στιγμή από το ναυάγιο. Η τραγωδία τούς ένωσε και παντρεύτηκαν στη Νέα Υόρκη το 1914.
«Μέχρι τα τελευταία πέντε λεπτά δεν είχε έρθει η φοβερή συνειδητοποίηση ότι το τέλος ήταν κοντά. Τα φώτα χαμήλωσαν και στη συνέχεια έσβησαν, αλλά μπορούσαμε να δούμε» είχε πει ο Ρόμπερτ Ντάνιελ.
«Σιγά-σιγά, πολύ αργά, η επιφάνεια του νερού φαινόταν να έρχεται προς το μέρος μας. Γινόταν τόσο αργά, ώστε ακόμα και όταν προσάρμοσα το σωσίβιο στο σώμα μου, η βύθιση φαίνονταν σαν όνειρο». Ωστόσο, η πραγματικότητα ήταν σκληρή: «Το ένα κατάστρωμα μετά το άλλο βυθιζόταν».
«Ήμουν σε ένα από τα πάνω καταστρώματα όταν πήδηξα. Γύρω μου, στο νερό, ήταν και άλλοι. Το μπουρνούζι που φορούσα έφυγε και έκανε παγωνιά. Γύρισα το κεφάλι μου, και στην πρώτη ματιά είδα ανθρώπους να συγκεντρώνονται σαν σμήνη στο κατάστρωμα του Τιτανικού. Εκατοντάδες στέκονταν εκεί ανήμποροι να αποκρούσουν τον επικείμενο θάνατο. Είδα τον καπετάνιο Σμιθ στη γέφυρα. Τα μάτια μου ήταν προσκολλημένα σε αυτόν. Η γέφυρα από την οποία είχα πηδήξει ήταν βυθισμένη στο νερό. Το νερό είχε ανέβει αργά, και τώρα ήταν στο πάτωμα της γέφυρας. Εκείνη τη στιγμή έφτανε ως τη μέση του καπετάνιου Σμιθ. Δεν τον ξαναείδα. Πέθανε ήρωας» είχε πει ο Ρόμπερτ Ντάνιελ.
«Τα τόξα του πλοίου ήταν πολύ κάτω από την επιφάνεια, και σε μένα ήταν πλέον ορατά μόνο τα τέσσερα τερατώδη φουγάρα και τα δύο κατάρτια. Όλα τελείωσαν σε μια στιγμή. Η πρύμνη του Τιτανικού βγήκε εντελώς έξω από το νερό και σηκώθηκε 30, 40, 60 πόδια στον αέρα. Στη συνέχεια, με το σώμα του λοξό σε γωνία 45 μοιρών, ο Τιτανικός χάθηκε σιγά-σιγά από τα μάτια μας».
Ο Ρόμπερτ Ντάνιελ πέθανε τον Δεκέμβριο του 1940 σε ηλικία 56 ετών. Η σύζυγός του είχε πεθάνει λίγους μήνες νωρίτερα.
Η «κατάρα» του Τιτανικού
Η Μπερθ Λερόι ταξίδεψε ως σύντροφος ταξιδιού της Μαχάλα Ντάγκλας, η οποία μαζί με τον μεγαλοβιομήχανο σύζυγο της (συνιδρυτή της εταιρείας Quaker) ταξίδεψε με τον Τιτανικό. Στο λιμάνι του Χερβούργου, όπου περίμεναν για να επιβιβαστούν συνέβη κάτι παράξενο. Σύμφωνα με την Μαχάλα Ντάγκλας, ένας άνδρας που μιλούσε σπαστά αγγλικά της είπε ότι ο Τιτανικός ήταν καταραμένος, ότι έπρεπε να αποβιβαστεί στην Ιρλανδία. Εκείνη δεν ένιωσε καλά και έστειλε την Μπερθ Λερόι να βρει τον άνδρα της, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Όταν διηγήθηκε το περιστατικό στον σύζυγο της, εκείνος γέλασε και της είπε ότι το πλοίο είναι αβύθιστο.
Την ώρα που το πλοίο χτύπησε το παγόβουνο, η Μπερθ μισοκοιμόταν στην καμπίνα της και νόμισε ότι επρόκειτο για καταιγίδα. Αρχικά δεν ανησύχησε και δεν απάντησε στις εκκλήσεις να βγει στο κατάστρωμα. Ο καμαρωτός της χτυπούσε επίμονα την πόρτα, αλλά εκείνη πίστεψε ότι ήταν φάρσα από κάποιον νεαρό που νόμιζε ότι την φλέρταρε και δεν απάντησε.
Όταν διαπίστωσε κλίση του πλοίου, κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε. Σηκώθηκε, φόρεσε ένα σωσίβιο που βρήκε σε μια ντουλάπα. Η Μπερθ είχε πει ότι θυμόταν τους διαδρόμους σχεδόν άδειους. Τα φώτα ήταν σβηστά και εκείνη δυσκολεύτηκε να ανέβει στο πάνω κατάστρωμα, όπου έψαξε να βρει τους εργοδότες της. Κατάφερε να ανέβει στην προτελευταία σωστική λέμβο που έφυγε από τον Τιτανικό και μέσα στην ταραχή δεν είδε ότι η Μ.Ντάγκλας βρισκόταν στην ίδια βάρκα. Ο σύζυγός της δεύτερης έχασε τη ζωή του στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού.
«Οι κραυγές σώπασαν...»
Μια καινούρια ζωή στον Καναδά μαζί με την οικογένεια του επιθυμούσε να ξεκινήσει ο χτίστης Μπέντζαμιν Χαρτ. Αρχικά η οικογένεια Χαρτ επρόκειτο να ταξιδέψει με το Philadelphia, αλλά εξαιτίας μιας απεργίας στους ανθρακωρύχους, ταξίδεψε με τον Τιτανικό. Όταν το πλοίο χτύπησε στο παγόβουνο, ο Μπ.Χαρτ ξύπνησε την επτάχρονη κόρη του, Ίβα, την μετέφερε έξω με μια κουβέρτα και της είπε: «Κράτα το χέρι της μανούλας και να είσαι καλό κορίτσι». Ήταν οι τελευταίες λέξεις που άκουσε από αυτόν.
Οι αναμνήσεις της από το ναυάγιο παρουσιάζουν μια εικόνα ανατριχιαστική: «Ο πανικός φάνηκε να ξεκινά όταν οι σωστικές λέμβους είχαν ήδη φύγει. Μπορούσαμε να τον ακούσουμε. Ήμασταν στις βάρκες και απομακρυνόμασταν και μπορούσαμε να ακούσουμε τον πανικό, τον κόσμο να τρέχει πάνω στο κατάστρωμα και να φωνάζει και να ψάχνει για σωστικές λέμβους. Ήμουν τρομοκρατημένη! Είναι σχεδόν αδύνατο να χρησιμοποιήσω κάποια άλλη λέξη γι’αυτό. Ήταν απαίσιο. Η πλώρη βυθίστηκε πρώτη και η πρύμνη στάθηκε όρθια πάνω από τον ωκεανό [...] Μπορούσες να ακούσεις τον κόσμο να ουρλιάζει και να χτυπιέται στο νερό και τελικά αυτός ο απαίσιος ήχος του κόσμου που ούρλιαζε και χτυπιόταν και πνιγόταν σταμάτησε. Θυμάμαι ότι είπα στη μητέρα μου πόσο απαίσιος ήταν αυτός ο θόρυβος και μου είπε κάτι που θα θυμάμαι για πάντα: “Ναι, αλλά να θυμάσαι τη σιωπή που ακολούθησε”. Γιατί ξαφνικά δεν ήταν εκεί. Το πλοίο δεν ήταν εκεί, τα φώτα δεν ήταν εκεί, οι κραυγές δεν ήταν εκεί».
Μετά το ναυάγιο, η Ίβα είχε εφιάλτες για χρόνια. Αποφάσισε να βγει πάλι στη θάλασσα και να κλειστεί σε μια καμπίνα για τέσσερις μέρες, προκειμένου να τους αντιμετωπίσει.
Είχε ταχθεί κατά της ανάσυρσης αντικειμένων από το ναυάγιο του Τιτανικού, λέγοντας ότι αποτελεί τόπο ταφής. Κάποτε είχε δηλώσει: «Εάν ένα πλοίο δεχτεί τορπίλη, τότε μιλάμε για πόλεμο. Εάν πέσει σε μια ξέρα στη διάρκεια μιας καταιγίδας, τότε μιλάμε για τη φύση. Αλλά να πεθάνει κανείς επειδή δεν υπάρχουν αρκετές σωστικές λέμβοι, αυτό είναι απλά γελοίο».
Πέθανε στις 15 Φεβρουαρίου του 1996.
Ρόσα Άμποτ, Η Γυναίκα της Θλίψης
Η Ρόσα Άμποτ επιβιβάστηκε στον Τιτανικό με τους δύο γιους της, τον 16χρονο Ρόσμορ Έντουαρντ και τον 14χρονο Γιουτζίν. Η οικογένεια ζούσε στην Αγγλία κάποιο διάστημα, αλλά τα αγόρια νοσταλγούσαν την Αμερική και έπεισαν τη μητέρα τους να γυρίσουν πίσω. Ταξίδευαν στην τρίτη θέση, όταν η Ρόσα ξύπνησε από τον ήχο της πρόσκρουσης στο παγόβουνο. Η Ρόσα έστειλε τον μικρό της γιο να δει τι συμβαίνει. Εκείνος της περιέγραψε εικόνες επιβατών που φορούσαν τα σωσίβιά τους και η Ρόσα πήρε γρήγορα τους γιους της και ανέβηκαν στο κατάστρωμα, ψάχνοντας για θέση σε μια σωστική λέμβο.
Η Ρόσα περίμενε στην ουρά μαζί με άλλες γυναίκες, την ώρα που κάποιοι άνδρες επιβιβάζονταν σε σωστικές λέμβους. Τα αγόρια της θεωρήθηκαν, όμως, άνδρες και έτσι δεν τους επιτράπηκε να επιβιβαστούν σε κάποια βάρκα. Η μητέρα τους αποφάσισε να μείνει μαζί τους.
Καθώς ο Τιτανικός έκανε την τελευταία του βουτιά στη θάλασσα, η Ρόσα Άμποτ και οι δύο γιοι της πήδηξαν στα παγωμένα νερά. Εκείνη κατάφερε να βγει στην επιφάνεια, όχι όμως και τα αγόρια της. Όταν βυθίστηκε για δεύτερη φορά κάτω από το νερό, την πέταξε στην επιφάνεια μια έκρηξη ενός λέβητα, προκαλώντας εγκαύματα στους μηρούς της.
Κατάφερε να φτάσει σε μία σωστική λέμβο, όπου παρακάλεσε τους επιβαίνοντες να την τραβήξουν πάνω. Αρκετά χρόνια αργότερα περιέγραψε την εμπειρία της: «Σύντομα η βάρκα έγειρε και όλοι πέσαμε στο νερό. Πολλοί κατάφεραν να ανέβουν πάλι πάνω και άλλοι όχι. Εγώ κατάφερα κάπως να ανέβω, αλλά δεν ξέρω πως. Εάν δεν ήταν ο αξιωματικός Λόου, θα είχα πνιγεί».
Η Ρόσα Άμποτ έμεινε για πολύ ώρα στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού, είδε τα αγαπημένα της πρόσωπα να πεθαίνουν και έγινε γνωστή ως «η θλιμμένη κυρία του Τιτανικού». Η τρομερή θέλησή της για ζωή ήταν αυτή που την κράτησε ζωντανή, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Ήταν η μοναδική γυναίκα που μάζεψε από τη θάλασσα μια σωστική λέμβος.
«Η πιο κρύα, σκοτεινή ώρα»
Η Ελίζαμπεθ Σουτς ήταν νταντά της 19χρονης Μάργκαρετ Γκράχαμ. Έχει διηγηθεί τις πρώτες στιγμές μετά το ναυάγιο:
«Δεν υπήρχε σύγχυση, δεν υπήρχαν κανενός είδους θόρυβοι, θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι δεν υπήρχε κανένας επικείμενος κίνδυνος. Η καμαριέρα μας ήρθε και είπε ότι δεν μπορούσε να μάθει τίποτα. Κοιτάζοντας στον διάδρομο είδα κεφάλια να και να κάνουν ερωτήσεις πίσω από μισόκλειστες πόρτες.
» Δεν υπήρχε πια το γέλιο του πλήθους, αλλά σε κάθε πλευρά της σκάλας έστεκαν ήσυχα, γενναία οι καμαρωτοί, όλοι εξοπλισμένοι με λευκά, σαν φαντάσματα, σωσίβια. [...] (Βλέπαμε) μόνο χλωμά πρόσωπα. Τόσο ανατριχιαστική σκηνή. Περάσαμε. (Θυμάμαι) τα απαίσια αντίο. Το ήσυχο βλέμμα ελπίδας στα μάτια των γενναίων ανδρών, καθώς έβαζαν τις γυναίκες τους σε σωστικές λέμβους.
Δίπλα μου στη σωστική λέμβο βρίσκονταν μια μητέρα και μια κόρη. Η μητέρα είχε αφήσει τον σύζυγό της στον Τιτανικό και η κόρη τον πατέρα και τον σύζυγό της. Καθώς βρισκόμασταν δίπλα στις άλλες σωστικές λέμβους, οι δύο αυτές τραγικές γυναίκες φώναζαν ένα όνομα και ρωτούσαν: «Είσαι εκεί;» «Όχι» ερχόταν η απαίσια απάντηση, αλλά οι γυναίκες δεν έχαναν το κουράγιο τους, ξεχνούσαν τη θλίψη τους, μου έλεγαν να κάτσω κοντά τους για να ζεσταθώ. Τα σωσίβια μάς βοηθούσαν να κρατηθούμε ζεστοί, αλλά η νύχτα ήταν πολύ κρύα και γινόταν όλο και πιο παγωμένη και ακριβώς πριν χαράξει, την πιο κρύα, σκοτεινή ώρα από όλες, καμία ελπίδα δεν φαινόταν πιθανή.
Η γυναίκα με το γουρούνι-μουσικό κουτί
Η Έντιθ Ράσελ ήταν γνωστή ανταποκρίτρια μόδας. Όταν έφυγε από την καμπίνα της για να πάει στο κατάστρωμα κατάφερε να πάρει μαζί της το τυχερό της φυλαχτό: ένα κουρδιστό γουρούνι που έπαιζε το διάσημο σκοπό La Maxixe. Νομίζοντας ότι πρόκειται για μωρό (καθώς το είχε τυλίξει με μια κουβέρτα) της επέτρεψαν να το πάρει στη σωστική λέμβο. Όταν η ώρα πέρασε και τα παιδιά που βρίσκονταν στη σωστική λέμβο έμοιαζαν να φοβούνται όλο και περισσότερο, η Έντιθ Ράσελ έβγαλε το γουρουνάκι και διασκέδασε τους φόβους των παιδιών με αυτό για όλο το βράδυ.
Η ίδια είχε δηλώσει σε δημοσιογράφους: «Έχω έφεση στα ατυχήματα. Μου έχουν τύχει όλες οι καταστροφές εκτός από το βουβωνικό οίδημα και τον γάμο».
Η άτυχη νοσοκόμα
Η Βάιολετ Κόνστανς Τζέσοπ υπήρξε καμαριέρα και νοσοκόμα στα δύο «αδελφά» πλοία τη στιγμή του ναυαγίου τους. Στον Τιτανικό το 1912 και στον Βρετανικό το 1916.
Μάλιστα, επέβαινε και στο πλοίο Olympic, όταν αυτό παραλίγο να βυθιστεί το 1911, μετά από σύγκρουση με το ναυτικό σκάφος HMS Hawke. Τη νύχτα της 14ης Απριλίου, μετά τη σύγκρουση του Τιτανικού με το παγόβουνο, της ζητήθηκε να ανέβει στο κατάστρωμα και να επιβλέπει την επιβίβαση στις σωστικές λέμβους. Τελικά επιβιβάστηκε και εκείνη σε μία σωστική λέμβος. Η ίδια η Βάιολετ δηλώνει ότι κάποιος της έδωσε ένα παιδί να κρατά, καθώς η βάρκα κατέβαινε στο νερό.
Σύμφωνα με την ίδια, όταν τελικά έφτασε στο Καρπάθια, μια γυναίκα έτρεξε και άρπαξε το μωρό, χωρίς να πει τίποτα. Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Βάιολετ εργάστηκε ως νοσοκόμα για τον βρετανικό Ερυθρό Σταυρό. Το 1916 βρέθηκε πάνω στον Βρετανικό, όταν το πλοίο επλήγη από νάρκη και βυθίστηκε στο Αιγαίο. Την ώρα που το πλοίο βυθιζόταν, πήδηξε έξω από τη σωστική λέμβο στην οποία βρισκόταν για να μην την ρουφήξει μια από τις προπέλες του πλοίου. Η ορμή του νερού την τράβηξε στο βυθό και χτύπησε το κεφάλι της στην καρίνα του πλοίου, πριν τη σώσει μια άλλη λέμβος. Η ίδια λέει ότι το αντικείμενο που έσπευσε να πάρει μαζί της πριν εγκαταλείψει τον Βρετανικό ήταν η οδοντόβουρτσα της, καθώς αυτό είναι που της «έλειψε περισσότερο» μετά το ναυάγιο του Τιτανικού. Πέθανε το 1971.
http://reviews.in.gr/world/titanic/article/?aid=1231190751
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου